Η διακινδύνευση είναι παρούσα σε κάθε πτυχή της ζωής μας. Με τον όρο αυτό νοείται η πιθανότητα εμφάνισης ενός κινδύνου και η σοβαρότητα των συνεπειών του. Είναι μια καθολική έννοια εφαρμόσιμη σε όλο το εύρος της ανθρώπινης δραστηριότητας. Στη περίπτωση των δασικών πυρκαγιών μιλάμε για μια συστηματική και οργανωμένη διαδικασία, με σκοπό τον εντοπισμό των παραγόντων που επιδρούν στη γέννηση και εξέλιξη των πυρκαγιών, ώστε να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη μιας στρατηγικής ελέγχου της επικινδυνότητας των παραγόντων αυτών. Αξιολόγηση της επικινδυνότητας
Με τον όρο επικινδυνότητα νοείται ο υπολογισμός της αλληλεπίδρασης και της βαρύτητας των αιτίων και των παραγόντων, οι οποίοι μπορούν να προκαλέσουν την έναρξη και την εξέλιξη του φαινόμενου της δασικής πυρκαγιάς σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να είναι ένα φυσικό φαινόμενο (π.χ. κεραυνός, αυτανάφλεξη λόγω υπερβολικής θερμοκρασίας) ή σε ανθρωπογενείς (π.χ. εμπρησμός από πρόθεση ή αμέλεια) .
Οι επιπτώσεις αναφέρονται στις πιθανές βλάβες που μπορούν να προκληθούν από μια δασική πυρκαγιά σε υλικά αγαθά (π.χ. ατομική ή δημόσια ιδιοκτησία, όπως υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, συγκοινωνιακά δίκτυα. σπίτια), σε ανθρώπινες ζωές (π.χ. θάνατοι, υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου) και στο περιβάλλον (π.χ. βλάβες στην πανίδα και στη χλωρίδα μιας περιοχής, μεταβολές στον υδρολογικό κύκλο).
Η «ευαλώτητα» είναι πάλι ένα άλλο μέγεθος, που αποδίδει την προδιάθεση του πληθυσμού ή του περιβάλλοντος να υποστεί βλάβη, από την έκθεση στον κίνδυνο της πυρκαγιάς. Είναι μια δύσκολα υπολογίσιμη έννοια, αφού είναι εξ ορισμού συνδεδεμένη με την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνεπώς, είναι μια αντανάκλαση οικονομικών, φυσικών κοινωνικών και οικολογικών συνθηκών που διαμορφώνονται συνεχώς. Έτσι, ένας καλά ενημερωμένος πολίτης μπορεί να προστατευθεί καλύτερα, ενώ ευπαθείς ομάδες το πληθυσμού (παιδιά, ανάπηροι, υπέργηροι) κινδυνεύουν περισσότερο.
Ολοκληρωμένη στρατηγική αντιμετώπισης πυρκαγιάς
α) Λήψη προληπτικών μέτρων, για την άρση ή την μείωση των παραγόντων που αυξάνουν την επικινδυνότητα πυρκαγιάς, καθώς και μείωσης της ευαλώτητας των αγαθών που εκτίθενται στον κίνδυνο. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται όλα τα προληπτικά μέτρα, τα οποία αναμένεται να βοηθήσουν το έργο των δυνάμεων καταστολής τη στιγμή της εξέλιξης μιας καταστρεπτικής πυρκαγιάς.
β) Λήψη μέτρων καταστολής: αναφέρονται στα μέτρα που λαμβάνονται, εφ’ όσον δεν κατέστη δυνατόν να αποτραπεί ο κίνδυνος έναρξης της πυρκαγιάς, προκειμένου το έργο της καταστολής να γίνει αποδοτικότερο και με όσο το δυνατόν μικρότερες απώλειες.
γ) Λήψη μέτρων αντιμετώπισης των συνεπειών – αποκατάστασης, για να αντιμετωπίσουμε με τις συνέπειες των δασικών πυρκαγιών, με επαναφορά του δασικού συστήματος στη πρότερη κατάσταση (αναδασώσεις) ή /και με την καταβολή αποζημιώσεων για οικονομικές ζημιές.
Οι αρμοδιότητες για τη πρόληψη και καταστολή
Πριν το 1970, οπότε τα δασοπυροσβεστικά μέσα ήταν ελάχιστα, η διαχείριση της επικινδυνότητας ήταν περισσότερο μια μπερδεμένη διαδικασία βασισμένη στην εμπειρία και στο ένστικτο, αλλά συνήθως ήταν αποτελεσματική. Η συμμετοχή των κατοίκων, οφειλόταν στον άμεσο κίνδυνο που διέτρεχαν οι ατομικές τους περιουσίες, το εισόδημα που ελάμβαναν από την εκμετάλλευση των δασών (αγρότες, κτηνοτρόφοι, υλοτόμοι κ.τ.λ) ή άλλων αγαθών για την κατάληψη οικιακών τους αναγκών (π.χ. ξυλεία για θέρμανση).
Μέχρι το 1988 η πρόληψη και καταστολή των δασικών πυρκαγιών συνέχισε να γίνεται από δασικές υπηρεσίες με ό, τι μέσα είχαν στην διάθεσή τους και όταν αυτά δεν επαρκούσαν με τη βοήθεια της πυροσβεστικής και συντονιστή τον Δασάρχη.
Από το 1988 και μετά από την πίεση της κοινής γνώμης για λύση στο θέμα πυρκαγιών, που είχε αρχίσει να παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, η καταστολή (ευθύνη και επιχειρησιακός σχεδιασμός) καθώς και κάποια μέτρα προ- καταστολής των δασικών πυρκαγιών ανατέθηκαν στο πυροσβεστικό Σώμα.(Ν.2612/1998).
O διαχωρισμός της πρόληψης από την καταστολή χωρίς καμία εξειδικευμένη μελέτη, θεωρώντας ανεφάρμοστο στην φάση αυτή, το πόρισμα της διακομματικής Επιτροπής για σύσταση Ενιαίου Φορέα Δασοπροστασίας (πρακτικά βουλής), περιέπλεξε ακόμη περισσότερο το προβλημμα.
Έτσι ξεκίνησε μια εσωτερική διαμάχη μεταξύ των δύο υπηρεσιών που έχουν τον κυριότερο ρόλο στη δασοπροστασία, και που στο παρελθόν είχαν συνεργαστεί αρμονικά, της Δασικής και της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
Ο διαχωρισμός μεταξύ των φάσεων πρόληψης – καταστολής είχε τελικά ως αποτέλεσμα τη σχεδόν πλήρη αποδιοργάνωση της Δασικής Υπηρεσίας και την υποβάθμιση ολόκληρου του κύκλου διαχείρισης του αντιπυρικού συστήματος.,
Η διαχείριση του κινδύνου έχει πλέον ταυτιστεί μόνο με τη δασοπυρόσβεση και ιδιαίτερα με την εναέρια. Η καταστολή από μόνη της δεν επαρκεί, Η μονοδιάστατη προσέγγιση του προβλήματος αποδείχθηκε ότι οδήγησε σε τραγικά αποτελέσματα. Συχνά δε, το Πυροσβεστικό Σώμα επωμίζεται ευθύνες που δεν του ανήκουν. Έχουμε το μεγαλύτερο εναέριο στόλο δασοπυρόσβεσης, αλλά μόνο δύο ταυτόχρονα περιστατικά μείζονος σημασίας μπορεί ν΄ αντιμετωπίσει. Τα αεροπλάνα δεν μπορούν ν΄ αντικαταστήσουν τις επίγειες δυνάμεις, ούτε στη δασοπυρόσβεση, ούτε στο συντονισμό ενός ασφαλούς σχεδίου εκκένωσης.
Ο ρόλος των υπόλοιπων φορέων: σε ότι αφορά τις ένοπλες δυνάμεις, τα έργα πρόληψης των ΟΤΑ, τα σχέδια Πολιτικής Προστασίας, τα Ειδικά Σχέδια Αντιμετώπισης, είναι ανύπαρκτα, λόγω άγνοιας και έλλειψης σχετικής νομικής υποχρέωσης. Σε σπάνιες περιπτώσεις υπάρχει κάποια κινητοποίηση, ενημέρωση και συνεισφορά του υπάρχοντος στελεχιακού δυναμικού, ίδιων μέσων, εθελοντών και πολιτών, για εργασίες πρόληψης και καταστολής και σε αρκετές από αυτές τις περιπτώσεις οι αποφάσεις δεν υλοποιούνται.
Εθνικό σχέδιο διαχείρισης κινδύνου πυρκαγιών
Όπως διαφάνηκε από τη μέχρι τώρα ανάλυση, αφ’ ενός οι πηγές κινδύνου πυρκαγιάς είναι πάρα πολλές, ενώ οι υπηρεσίες δεν μπορούν να συντονιστούν, ούτε αναλαμβάνουν το βάρος της ευθύνης τους, παρά μόνο όταν αυτή ρητά προβλέπεται. Στο μόνο που συμφωνούν όλοι οι φορείς και οι πολίτες είναι στη αξία του πλούτου των δασών και όχι στη προστασία του δασικού χαρακτήρα.
Χρειάζεται επομένως ένα εθνικό σχέδιο για την διαχείριση των δασικών πυργιών, το οποίο μέσα από μια διαρκή διαδικασία αναζήτησης και έρευνας να εκτιμά τον κίνδυνό τους. Απαιτείται μια ολοκληρωμένη στρατηγική αντιμετώπιση, η οποία να σχεδιάζεται εκ των προτέρων, να είναι βασισμένη σε επιστημονικές μελέτες και τεκμηριωμένες πολιτικές λύσεις, αξιοποιώντας το ήδη διαθέσιμο επιστημονικό δυναμικό και μέσα που διαθέτουμε, κινητοποιώντας αποτελεσματικά όλες τις δυνάμεις πολιτικής προστασίας. Αυτό που φταίει και ακόμη ψάχνουμε για λύση, είναι η έλλειψη πραγματικής βούλησης και παιδείας, για να ξεπεραστούν τα όποια ιδιωτικά συμφέροντα και τα λάθη του παρελθόντος και να οδηγηθούμε στην εκπόνηση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών.
Μανόλης Βουτυράκης
Φυσικός Περιβαλλοντολόγος
Πρόεδρος ΣΠΑΠΕΕκΕΕΚ